ορνιθίας — ο (ΑΜ ὀρνιθίας) άνεμος ο οποίος πνέει κατά την άνοιξη από βόρειες διευθύνσεις και οφείλει την ονομασία αυτή στην εντύπωση ότι διευκολύνει τα αποδημητικά πτηνά κατά τις μετακινήσεις τους προς τα νότια μσν. έμπορος πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρνις, ιθος … Dictionary of Greek
ὀρνιθίαι — ὀρνιθίᾱͅ , ὀρνιθία poisoning by bird dung fem dat sg (attic doric aeolic) ὀρνιθίας which brought the birds of passage masc nom/voc pl ὀρνιθίᾱͅ , ὀρνιθίας which brought the birds of passage masc dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθίαν — ὀρνιθίᾱν , ὀρνιθία poisoning by bird dung fem acc sg (attic doric aeolic) ὀρνιθίᾱν , ὀρνιθίας which brought the birds of passage masc acc sg (attic epic doric aeolic) ὀρνιθίας which brought the birds of passage masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προορνιθίαι — οἱ, Α (ενν. ἄνεμοι) βόρειοι άνεμοι που επικρατούν πριν από τον εαρινό ερχομό τών αποδημητικών πτηνών. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ὀρνιθίας «βόρειος άνεμος που πνέει την άνοιξη»] … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek
τοὐρνιθίου — ὀρν̱ιθίου , ὀρνίθιον small bird neut gen sg ὀρνιθίου , ὀρνιθίας which brought the birds of passage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθίου — ὀρν̱ιθίου , ὀρνίθιον small bird neut gen sg ὀρνιθίας which brought the birds of passage masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)